Έβαψα τα πανιά μου κόκκινα
όπως τα νύχια που ’κείνο το βράδυ
πήγαν τη λογική μου περίπατο
στη σάρκα και τα οστά της υπόστασης σου.
Κόκκινα, ίδια με το κρασί που κολύμπησα βίαια
χωρίς μια λέξη να πιαστώ πάνω της.
Κόκκινα σαν αίμα που χύθηκε.
Κόκκινα σαν Μεγάλη Πέμπτη ξημέρωμα.